Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δειλὸς ἀνήρ

См. также в других словарях:

  • δείλανδρος — δείλανδρος, ον (AM) δειλός, άνανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + ανήρ (ανδρός)] …   Dictionary of Greek

  • άνανδρος — η, ο (Α ἄνανδρος, ον) 1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα αρχ. 1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα 3. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ανήνωρ — ἀνήνωρ, ο (Α) [ανήρ] 1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα 2. άνανδρος, δειλός …   Dictionary of Greek

  • καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… …   Dictionary of Greek

  • λυγρός — λυγρός, ά, όν (Α) 1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.) β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ… …   Dictionary of Greek

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»